ψηφίο

ψηφίο
[псифио] ουσ. о. (τυπ.) литера, цифра, число, кусочек мозаики.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψηφίο" в других словарях:

  • ψηφίο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουμε συνήθως τα 9 σύμβολα 1,2,3,4,5,6,7,8,9, τα οποία μαζί με το 0 (μηδέν) μας επιτρέπουν να παραστήσουμε έναν αριθμό οσοδήποτε μεγάλο, στο λεγόμενο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης. Τα ψ. λέγονται και αραβικοί αριθμοί, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • δίτιμο ψηφίο — (διεθνώς bit). Μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας της πληροφορίας. Η ονομασία bit προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων binary digit. Η μονάδα αυτή ορίστηκε το 1927 από τον Αμερικανό επιστήμονα Ρ. Χάρτλεϊ, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • ψηφιακός — ή, ό, Ν (πληροφ. τηλεπ.) α) (για συμβολική αναπαράσταση πληροφορίας ή φυσικού μεγέθους) αυτός που γίνεται με διάκριτους χαρακτήρες ή με διάκριτα σήματα β) (για σύστημα, συσκευή ή μέθοδο) αυτός που χρησιμοποιεί τον παραπάνω τρόπο διάκριτης… …   Dictionary of Greek

  • μονοψήφιος — α, ο (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο («μονοψήφιος αριθμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψήφιος (< ψηφίο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο Κρίσις Βιβλίων Δ Ολυμπιάδος] …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… …   Dictionary of Greek

  • μετάδοση δεδομένων — Πρόκειται για τη ψηφιακή μ.δ. από μια συσκευή πομπό σε μια συσκευή δέκτη. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία μετάδοσης ενός σήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο τον τρόπο μετάδοσης. Οι τρόποι μετάδοσης ενός σήματος είναι η σειριακή… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αστερισμός — Αστέρες που ανήκουν σε μία από τις πολλές περιοχές του ουρανού, με βάση την παλαιά υποδιαίρεσή τους σε ομάδες (τους α.), την οποία έκαναν οι αρχαίοι αστρονόμοι για την αναγνώριση και την ταξινόμησή τους. Η παλιά εμπειρική υποδιαίρεση δεν ήταν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»